Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Διδαχή Γ' Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


«Ερευνάτε τας Γραφάς»
Ερευνάτε τας Γραφάς ότι εν αυταίς ευρίσκετε ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος Δεσπότης και ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος από την ευσπλαχνίαν και πολλήν του αγαθότητα και αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν την αυγήν και τιν δοξάζομεν. Και εδιαβάσαμεν το άγιον Ευχέλαιον, και εχρίσθημεν εις βοήθειάν μας, και άμποτε ο Κύριος να μας ευσπλαγχνισθή διά πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας αξιώση της βασιλείας των ουρανών, να ευφραινώμεθα και να δοξάζωμεν την Αγίαν Τριάδα. Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, οι άνθρωποι ήσαν καθαροί και ωμιλούν με τον Θεόν. Ύστερον όμως εξέπεσαν εις αμαρτίαν και δεν ήσαν άξιοι να ομιλούν με τον Θεόν. Εφώτισε πρώτον το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Προφήτας και μας έγραψαν την Αγίαν Γραφήν. Εφώτισε δεύτερον τους αγίους Αποστόλους. Εφώτισε και τρίτον τους αγίους Πατέρας και μας εξήγησαν τα βιβλία της Εκκλησίας μας, διά να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν.
Κατά τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο Μωησής. Αυτός από μικρόν παιδίον οπού ήτον, έλαβε δύο χαρίσματα εις την καρδίαν του. Αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του. Ώστε πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, και αύτη είναι η εντολή του Κυρίου: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Ακούεται, αδελφοί μου, τι λέγει ο Χριστός; Ότι καθώς εγώ υβρίσθηκα, δάρθηκα, πείνασα, εδείψασα, και εσταυρώθηκα, και έχυσα το αίμα μου διά την αγάπην σας, διά να σας ελευθερώσω από τας χείρας του διαβόλου, έτσι πρέπει και σεις ν’ αγαπάτε τον Θεόν και τους αδελφούς σας, και αν τύχη και ανάγκη, να χύνετε και το αίμα σας διά την αγάπην του Θεού και του αδελφού σας. Η τέλεια αγάπη είναι να πωλήσης όλα σου τα πράγματα και να τα δώσης ελεημοσύνην, και συ να πωληθής σκλάβος, και όσα παίρνεις να τα δίδης ελεημοσύνην. Εις την ανατολήν ήτον ένας Δεσπότης, του επήραν από την επαρχίαν του εκατόν σκλάβους, επώλησεν όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσεν. Ένα παιδί μιας χήρας απέμεινε σκλαβωμένο. Τι να κάμνει ο Δεσπότης; Ξυρίζεται και πηγαίνει και παρακαλεί τον αφέντη, οπού είχε το παιδί, να το ελευθερώση και να κρατήση εκείνον σκλάβον, όπερ και εγένετο. Και επερνούσε μεγάλην σκληραγωγίαν, έως οπού διά την υπομονήν του τον ηξίωσε ο Θεός και έκαμνε θαύματα. Ύστερα τον ηλευθέρωσεν ο αφέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς. Αυτήν την αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν και ημείς. Ευρίσκεται κανένας να έχη αυτήν την αγάπην; Όχι! Μη πωλείσαι συ, πώλησον μόνον τα πράγματά σου και δος τα ελεημοσύνην. Δεν δύνασαι να το κάμης; Δόσε το ήμισυ, το τρίτον, ή το τέταρτον. Δεν δύνασαι και τούτο; Μη παίρνης το ψωμί του αδελφού σου, μη τον κατατρέχης, μη τον συκοφαντής. Πώς θέλομεν να σωθώμεν αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο πικρόν. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, ναι! Αλλ’ είναι και δίκαιος. έχει και ράβδον σιδηράν. Λοιπόν αν θέλωμεν να σωθώμεν, πρέπει να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.
Ενήστευσεν ο Μωυσής σαράντα ημερόνυκτα και έγινεν ωσάν άγγελος. Έτσι και ημείς να νηστεύωμεν την Τετάρτην, διότι επωλήθη ο Χριστός μας, και την Παρασκευήν, διότι εσταυρώθη. Και καθώς ο Μωυσής έμαθε γράμματα, έτσι πρέπει να ημείς να μανθάνωμεν, διά να ηξεύρωμεν τον Νόμον του Θεού. Και αν δεν εμάθετε οι γονείς, πρέπει να μάθουν τα τέκνα σας. Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον, διά να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία.
Βλέπων ο πανάγαθος Θεός την καλήν του γνώμην τον ηξίωσε και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους και εβασίλευσε τεσσαράκοντα χρόνους. τον ηξίωσε και έγινε προφήτης. Και τι θέλει να ειπή προφήτης; Να ηξεύρη τα περασμένα και τα μέλλοντα. Έτσι και ημείς, αδελφοί μου, όταν κάμωμεν καλά έργα, μας αξιώνει και ημάς, και ότι του ζητήσωμεν με πίστιν μας το δίδει. Ει δε και κάμνομεν κακά και δεν έχομεν αγάπην και έχομεν μίσος, τότε δεν έχομεν μέρος με τον Θεόν, αλλά με τον διάβολον εις την κόλασιν να καιώμεθα πάντοτε.
Τον παλαιόν καιρόν, αδελφοί μου, ο μισόκαλος διάβολος έβγαλεν όλας του τας κακίας και παρεκίνει τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται, να φονεύωνται, να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να κάμνουν πράγματα τα οποία δεν τα έκαμνον μήτε τα άλογα ζώα, και το χειρότερον, επροσκυνούσαν διά Θεόν τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος την θάλασσαν. Θέλων ο Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον, επρόσταξε τον Νώε να κάμη ένα καράβι επάνω εις την γην, διά να τον ερωτούν οι άνθρωποι, διατί το κάμνεις; Να τους λέγη ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον, και αυτοί θα τον περιγελούν, αλλά να μη τον μέλη. Ήρχισεν ο Νώε το καράβι. Τον ερωτούσαν οι άνθρωποι: Διατί κάμνεις το καράβι; Ο Νώε τους έλεγε: Διότι ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμον. Εκείνοι του έλεγον ότι είναι τρελλός. Τι έπαθεν ο Θεός να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε ετήραγε την δουλειά του, και εις τους 100 χρόνους ετελείωσε το καράβι. Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθησαν καλοί. ο Νώε, η γυναίκα του, τα τρία του τέκνα και οι τρεις του νυφάδες. Θέλων ο Θεός να φυλάξη αυτούς τους οκτώ, επρόσταξε τον Νώε να πισσώση το καράβι, διά να μη έμβη μέσα βροχή, και να εμβάση μέσα όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, καθαρά και ακάθαρτα. Και αφού εμβήκε και αυτός μέσα με την γυναίκα του, τα παιδιά του, και οι νυφάδες του, έκλεισε καλά το καράβι. Οι άνθρωποι έξω έτρωγον, έπινον, έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα. Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράχτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γην. Εφώναζον οι άνθρωποι: Νώε, άνοιξόν μας να έμβωμεν εις το καράβι. Ο Νώε τους έλεγε: Πού ήσθε εδώ και εκατό χρόνους οπού σας έλεγον ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον; Τώρα τι να σας κάμω; Εν τω άδη ουκ έστι μετανοία! Και τότε επλημμύρισεν η γη, και το νερό εσκέπασεν όλα τα όρη, και επνίγησαν όλοι οι άνθρωποι, εκτός του Νώε και της οικογένειάς του. Και πάλιν από αυτούς εγέμισεν όλος ο τόπος, καθώς λέγει ο Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον. «Ώσπερ αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου», ήγουν: Καθώς εις τον καιρόν του Νώε, οι άνθρωποι δεν επίστευον, αλλά τον περιγέλων, έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι καθώς και τότε. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είναι ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος. Και όστις θέλει ας πιστεύση. Εγώ το χρέος μου το έκαμα. Έπαθα μίαν απάτην, αδελφοί μου. Όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίας, και όταν γηράσω κάμνω καλά και σώζομαι. Τώρα εγήρασα και αι αμαρτίαι έκαμον ρίζας και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν. Λοιπόν προσέξετε και σεις να μη πάθητε τα όμοια, αλλά τώρα, οπού έχετε καιρόν, κάμετε έργα καλά διά να σωθήτε.
Τριακοσίους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν. Και τον είχαν χριαστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους χριστιανούς και έφερεν Τούρκον και του το έδωσε διά το ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο έθνος; Διά το ιδικόν μας συμφέρον. διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης κάμνεις ότι θέλεις.
Θέλων ο Κύριος να μας φυλάξη από την κατάκρισιν μας εχάρισεν ένα λόγον, τον οποίον αν φυλάξωμεν θα σωθώμεν. Ποιος είναι ο λόγος ούτος; «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης», δηλαδή: Εκείνο, το οποίον δεν θέλεις να σου κάμη άλλος, μη το κάμνεις και συ εις άλλον. Καθώς δεν θέλεις να σε κλέψουν, να σε συκοφαντήσουν, να σε υβρίσουν οι άλλοι, έτσι και συ να μη κλέπτης, να μη φονεύης τους άλλους.
Τώρα σας συμβουλεύω να κάμετε από κομβολόγι μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου. Ο Πανάγαθος Θεός μας εχάρισε τον τίμιον Σταυρόν με τον οποίον να ευλογώμεν, και τα Άχραντα Μυστήρια. Με τον σταυρόν να διώκωμεν τους δαίμονας. Αλλά πρέπει να έχωμεν το χέρι μας καθαρόν από αμαρτίας, και τότε κατακαίεται ο διάβολος και φεύγει. Όθεν, αδελφοί μου, ή τρώγετε ή πίνετε ή δουλεύετε, να μη σας λείπη αυτός ο λόγος και ο σταυρός. Και καλόν και άγιον είναι να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν, το βράδυ και τα μεσάνυχτα.
Ακούσατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει. Πρώτον · όπως η Αγία Τριάς δοξάζεται εις τον ουρανόν από τους Αγγέλους, ούτω και συ να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα της δεξιάς χειρός · και μη δυνάμενος να αναβής εις τον ουρανόν να προσκυνήσης, βάνεις την χείραν σου εις την κεφαλήν σου (διότι η κεφαλή σημαίνει τον ουρανόν) και λέγεις: Καθώς οι Άγγελοι δοξάζουσι την Αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ ως δούλος δοξάζω και προσκυνώ την Αγίαν Τριάδα · και καθώς τα δάκτυλα είναι τρία, είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί, έτσι και η Αγία Τριάς είναι τρία πρόσωπα, αλλ’ εις Θεός. Κατεβάζων το χέρι σου εις την κοιλίαν σου να λέγης: Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω, Κύριέ μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου διά τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εις τον αριστερόν ώμον λέγεις: Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτοντας κάτω εις την γην: Σε δοξάζω, Θεέ μου, Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω, ότι καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνει την ανάστασιν και λέγεις: Σε δοξάζω και Σε προσκυνώ, Κύριέ μου, ότι ανέστης εκ νεκρών διά να μας χαρίσης ζωήν αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο Σταυρός!
Να είπωμεν και ένα παράδειγμα, να ιδήτε την δύναμιν του Σταυρού. Εις την Αίγυπτον ήτον ένας βασιλεύς ασεβής · είχε και ένα Εβραίον βεζίρην, όστις έπειτα έγινε Τούρκος. Εις την Αλεξάνδρειαν ήτον ένας Πατριάρχης, το όνομα Ιωακείμ, άγιος άνθρωπος και σοφός. Ακούων ο βασιλεύς ότι ήτο άγιος άνθρωπος ο Πατριάρχης, τον ηγάπα πολύ. Λέγει ο Εβραίος του βασιλέως: Κάτι πολλήν αγάπην έχεις εις τον Πατριάρχην. Του λέγει ο βασιλεύς: Ο Πατριάρχης είναι καλός άνθρωπος. Του λέγει ο Εβραίος: Κράξε, βασιλεύ, τον Πατριάρχην να έλθη να διαλεχθώμεν μαζί, και να ιδής οπού θα μείνη αναπολόγητος. Έκραξεν ο βασιλεύς τον Πατριάρχην να έλθη. Λέγει του ο Εβραίος: Εγώ θέλω, Πατριάρχη, να διαλεχθώμεν μερικά περί πίστεως.
- Με τον ορισμό σου. Έτοιμος είμαι διά την πίστιν μου να χύσω και το αίμα μου.
Και κάμνων αρχήν ο Πατριάρχης να φιλονεική με τον Εβραίον, με έναν τρόπον επιδέξιον πάντοτε τον ενίκα τον Εβραίον. Λέγει ο Εβραίος του Πατριάρχη:
- Διατί να φιλονεικώμεν; Ακούω οπού λέγει ο Χριστός εις το Ευαγγέλιον ότι, όστις έχει πίστιν ως κόκκον σινάπεως, μεταφέρει ένα βουνό από ένα μέρος εις άλλο.
- Μάλιστα, του λέγει ο Πατριάρχης.
Λέγει του ο Εβραίος:
- Λοιπόν, αν είσαι άξιος, πρόσταξε και συ να γίνη και τότε να πιστεύσω.
Τότε εζήτησε ο Πατριάρχης τρεις ημέρας διορίαν, και λέγει του βασιλέως:
- Έτοιμος είμαι διά το πρόσταγμα οπού είπωμεν.
Ήτο εκεί ένα βουνό τρεις ώρας μακράν. Λέγει ο Εβραίος του Πατριάρχη να σηκώση εκείνο το βουνό. Τότε πιάνει ο Πατριάρχης και θυμιατίζει εκείνο το βουνό, και κάμνει τον σταυρόν του τρεις φοράς λέγων και το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Είτα λέγει:
- Σε προστάζω εσέ, βουνό, να σηκωθής να έλθης εις την Αίγυπτον.
Και ώ του θαύματος! Ευθύς εσηκώθη το βουνόν και έγινεν εις τρία, εις τύπον της Αγίας Τριάδος, και εκίνησε και ήρχετο. Φωνάζει ο βασιλεύς:
- Πατριάρχη, βοήθησέ μας, διότι εχαθήκαμεν.
Και κάμνων δέησιν πάλιν ο Πατριάρχης, εστάθη το βουνόν εις εξ μίλλια μακράν από την πόλιν. Αλλ’ ο Εβραίος δεν επίστευσε και λέγει του βασιλέως:
- Ο Χριστός λέγει και άλλο · ότι όποιος έχει πίστιν, αν πίη θανάσιμον φαρμάκι, δεν αποθνήσκει. Λοιπόν, ειπέ του Πατριάρχη να του κάμω ένα φαρμάκι να το πιή, και αν δεν αποθάνη, να πιστεύσωμεν και ημείς. Να ηξεύρης και τούτο, βασιλεύ, ότι οι χριστιανοί έχουν τον σταυρόν · κάμνοντές τον τα διαλύουν όλα ·και το πικρό το κάμνουν γλυκό.
Κάμνει λοιπόν ο Εβραίος το φαρμάκι ένα άμα το εγγίξη εις το στόμα του ο Πατριάρχης αποθάνη. Το πηγαίνει εις τον βασιλέα και του λέγει:
- Πρόσταξε τον Πατριάρχην να το πίη και να μη κάμη τον σταυρόν του.
Κράζει ο βασιλεύς τον Πατριάρχην και τον προστάζει να πίη το φαρμάκι ως ήθελεν ο Εβραίος.
- Καλά, λέγει ο Πατριάρχης · μου έδωσες, βασιλεύ, τούτο το ποτήρι, μα δεν μου είπες πόθεν να το πίω, και κάμνων το δεξιόν του χέρι ως ευλογή εις τύπον, ερωτά πόθεν να το πίη, εδώθεν ή εκείθεν, και το σταυρώνει.
Αμή εκείνος δεν το κατάλαβε. Λέγει του ο Εβραίος:
- Πίε το όθεν θέλεις.
Και πίνοντάς το ο Πατριάρχης έμεινεν υγιής. Λέγει τότε του βασιλέως:
- Εγώ έπια όλο το φαρμάκι, ο δε Εβραίος να ξεπλύνη το ποτήρι με ολίγο νερό και να το πίη · και αν πάθη τίποτε, να πιστεύσωμεν και ημείς εις την πίστιν του.
Δεν ήθελεν ο Εβραίος να το πίη, τον εβίασεν όμως ο βασιλεύς και το έπιε, και ώ του θαύματος! Έσκασεν ευθύς και απέθανεν. Εκαταλάβατε, αδελφοί μου; Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είναι καθαρός δεν παθαίνει κανένα κακόν.
Θέλετε ν’ ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν, πώς δεν ενεργεί, όταν είναι μολυσμένο το χέρι από αμαρτίας;
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιουλιανός αναγνώστης, όστις εσπούδασε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον, ο οποίος ηθέλησε να γίνη βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπόν και ευρίσκει έναν μάγον Εβραίον και του λέγει: είσαι καλός να με κάμης βασιλέα και να σε κάμω βεζίρη; Του λέγει ο μάγος: Αρνήσου τον Χριστόν, και εγώ να σε κάμω. Λέγει του ο Ιουλιανός: Τον αρνούμαι. Τότε κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει: Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικό και ρίψε το υψηλά και θα έλθουν δαίμονες · και ότι σου κάμνουν μη φοβηθής και να μη κάμης τον σταυρόν σου, διότι θα φύγουν. Επήγεν ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς και κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγον οι δαίμονες. Πηγαίνει ευθύς εις τον μάγον και του λέγει τα γενόμενα. Τότε του λέγει ο μάγος: Πήγαινε να σφάξης ένα παιδί και να μου φέρεις την καρδιά του. Επήγε και έσφαξε το παιδί και του έφερε την καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τους δαίμονας ο μάγος. Αυτός πάλι από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν · αλλ’ οι δαίμονες δεν εφοβήθησαν, διότι ήτο μολυσμένος από τον φόνο. Έτσι έκαμε το θέλημά του και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγεν εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεθα καθαροί από αμαρτίας, και τότε φεύγει ο διάβολος.
Ήθελα ακόμα χριστιανοί μου, να είμαι πάντοτε μαζί σας, να σας λέγω πότε το ένα, πότε το άλλο · μα τι να κάμω, οπού είναι χιλιάδες χώρες, οπού δεν ήκουσαν λόγον Θεού ποτέ και με περιμένουν. Διά τούτο σας παρακαλώ, άγιοι ιερείς, και σας παραγγέλω να φροντίσητε διά τους κοσμικούς πώς να σωθώσι και εκείνοι και σεις. Ομοίως πάλιν οι κοσμικοί να τιμάτε τους ιερείς σας · και αν τύχη ένας ιερεύς και ένας βασιλεύς τον ιερέα να προτιμήσης και αν τύχη ένας ιερεύς και ένας άγγελος, τον ιερέα να προτιμήσης διότι ο ιερεύς είναι ανώτερος από τους Αγγέλους. Ο δε ιερεύς οπού θέλει το καλόν του, να διαβάση τον Νόμον, να καταλάβη το χρέος του. Διά τους αγίους ιερείς δεν έχω να σας πω τίποτε. Εγώ έχω χρέος όταν απαντήσω ιερέα να σκύψω να του φιλήσω τα χέρια και να τον παρακαλέσω να παρακάλι τον Θεών δια φας αμαρτίας μου. Διότι όλος ο κόσμος να παρακάλεση τον Θεών δεν δύναται να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια, και ένας ιερεύς, έστω και αμαρτωλός, δύναται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος να τα τελείωση.
Λέγω μόνον ότι όστις θέλει να γυνή ιερεύς, πρέπει να είναι καθαρός ως άγγελος · να ηξεύρη γράμματα να εξηγή το άγιον Ευαγγέλιον. Και όταν γίνη 30 χρονών και τον παρακαλέσουν οι κοσμικοί και ο Δεσπότης, τότε να γίνεται ιερεύς, χωρίς να δώση χρήματα. Και να κατοική πλησίον εις την εκκλησίαν, όποιαν ώραν τον ζητήσουν οι κοσμικοί να τον ευρίσκουν. Να στοχάζεται ποίος είναι μαλωμένος με την γυναίκα του, ποίος αδελφός με τον αδελφόν του, ποίος γείτονας με τον γείτονά του, να τους φέρη εις αγάπην, και να θυσιάζεται διά το ποίμνιόν του. Και όταν λειτουργή και τελειώνη το Ευαγγέλιον, να το εξηγή εις τους χριστιανούς, τι παραγγέλει ο Χριστός να κάμνουν. Και να στοχάζεται ότι οι φούντες, οπού είναι εις το πετραχήλι, σημαίνουν τας ψυχάς των χριστιανών · και αν χαθή μία ψυχή, έχει να δώση λόγον εν ημέρα κρίσεως. Και να στοχάζεται ότι το φαιλόνι οπού φορεί και δεν έχει μανίκια, φανερώνει πως ο ιερεύς δεν πρέπει να έχη χέρια να ανακατώνεται εις τα κοσμικά πράγματα, αλλά να έχη πάντοτε τον νουν του εις τον ουρανόν. Και όταν μαζεύη το φαιλόνιον και γίνεται ωσάν δύο πτέρυγες, φανερώνει πως αν κάμνη καλά έργα, ωσάν άγγελος θα πετάξη να υπάγη εις τον παράδεισον. Αν δε είναι ανάξιος, αγράμματος, μολυσμένος με αμαρτίας, και δίδη γρόσια, και βάνη μεσίτας να γίνη ιερεύς, τότε με αυτά αγοράζει την κόλασιν · και όταν λέγη το Ευαγέλιον, και λέγη τόσα ψεύματα, αλλοίμονον εις εκείνον τον ιερέα.
Τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι, όταν ήθελον να παιδεύσουν κανένα άνθρωπον, έκανον όρκον και έλεγον, να δώση ο Θεός να τον βάλη με τους ιερείς του 18ου αιώνος. Δια τούτο, αδελφοί μου, είναι δύσκολων την σήμερον να σωθούν πατριαρχεί, αρχιερείς, ιερείς κ.λ.π. Δια τούτο σας συμβουλεύω, άγιοι ιερείς, τώρα που έχετε καιρόν, μετανοήσατε, ίνα σωθείτε.
Οι προεστοί οπού είσθε εις τα χωρία, αν θέλετε να σωθείτε, πρέπει να αγαπάτε όλους τους χριστιανούς καθώς και τα παιδιά σας, και να ρίχνετε τα χρέη κατά δύναμιν εκάστου, και να μη κάμνετε φιλοπροσωπείαν. Ομοίως και σεις οι κατώτεροι να τιμάτε τους μεγαλυτέρους σας. Οι άνδρες ν’ αγαπάτε τας γυναίκας σας · και αν η γυναίκα σου είναι κακή και την υπομένης και την συμβουλεύης, έχεις μισθόν από τον Θεόν. Ομοίως και αι γυναίκες να αγαπάτε και να υποτάσεσθε εις τους άνδρας σας, διότι με την υπομονήν και την υπακοήν εις το καλόν έχετε μισθόν εις την ψυχή σας. Και αν έχη και κανένα σφάλμα, να το παραβλέπετε, διότι ο άνδρας έχει περισσότερας φραντίδας από την γυναίκα. Λοιπόν πρέπει αμφότεροι ν’ αγαπάτε αλλήλους. Ομοίως και τα τέκνα να τιμάτε και να σέβεσθε τους γονείς σας, διότι όστις δεν τιμά και δεν υπακούει τους γονείς του εις το καλόν, κολάζεται
Πάλιν, έτυχεν οι γονείς σου και ηρνήθησαν τον Χριστόν, και σε παρακινούν και σε να τον αρνηθής; Τότε να μην ακούσης και έχεις μισθόν από τον Θεόν, καθώς έκαμεν ο Αβραάμ, οπού τον έστειλεν ο πατήρ του Θάρα, ο ειδωλολάτρης, να φέρη ένα πρόβατον να θυσιάση εις τα είδωλα, και εις τον δρόμον οπού επήγαινεν ο Αβραάμ εσκέφθη με τον νουν του, ότι τούτος ο κόσμος, οπού στέκει πάντοτε καινούργιος, τάχα δεν έχει αφέντη; Και διατί ο πατέρας μου να προσκυνά τα είδωλα, κωφά και αναίσθητα, και να μη προσκυνά τον αληθή Θεόν οπού εποίησε τον ουρανόν, την γην κ.λ.π.; Και ευθύς ήκουσε φωνήν ουρανόθεν: Καλή είναι η γνώμη σου και πήγαινε εις την γην της επαγγελίας και κάθησε εκεί έως να σου είπω τι να κάμης · διότι αν υπάγης οπίσω εις τον πατέρα σου να του ειπής αυτά οπού εστοχάσθης, θα σε θανατώση · αλλά φεύγα. Έτσι επήγεν ο Αβραάμ και τον έκαμεν ο Θεός υπέρπλουτον ως βασιλέα. Και ηυλόγησεν ο Θεός το σπέρμα του και έγιναν ωσάν τα άστρα του ουρανού. Είχε και 318 δούλους, τους οποίους είχεν ως αδελφούς του. Βλέπετε, αδελφοί μου, όστις έχει τον νουν του εις τον Θεόν, πώς ο Θεός τον αξιώνει και περνά και εδώ καλά και πηγαίνει εις τον παράδεισον. Και όταν τα τέκνα σας θέλουν να γίνουν καλόγηροι, μη τα εμποδίζετε, αλλά να χαίρεστε διότι ακολουθούν τον καλόν δρόμον. Όταν όμως τα βλέπης εις τον κακόν δρόμον, να τα εμποδίζης.
Να έχετε ευλάβειαν εις όλους τους Αγίους της Εκκλησίας, και περισσότερον εις την Δέσποιναν Μαρίαν, διότι όλοι οι Άγιοι είναι δούλοι του Χριστού, η δε Θεοτόκος είναι Βασίλισσα του ουρανού και της γης, ήτις παρακαλεί τον εύσπλαχνον Χριστόν διά τας αμαρτίας μας. Διά τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Δέσποινάν μας με νηστείας και ελεημοσύνας.
Ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιωάννης ενικήθη και έγινε κλέπτης, έγινε καπετάνιος εις 100 κλέπτας · αλλά είχε πολλήν ευλάβειαν εις την Θεοτόκον και κάθε πρωί και εσπέρας έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Θέλων ο πανάγαθος Θεός να τον σώση διά την ευλάβειαν οπού είχεν εις την Θεοτόκον, έστειλε ένα άγιον ασκητήν, τον οποίον άμα είδον οι κλέπται τον έπιασαν. Τους λέγει ο ασκητής: Σας παρακαλώ, να με υπάγετε εις τον καπετάνιο σας, διότι έχω να σας ειπώ λόγον διά το καλόν σας. Τον υπήγαν εις τον καπετάνιον και του λέγει: Κράξε μου όλα τα παλληκάρια να έλθουν να σας ειπώ ένα λόγον. Τους κράζει ο καπετάνιος και ήλθαν. Λέγει ο ασκητής: Δεν έχεις άλλον; Έχω, λέγει, ένα μάγειρον. Λέγει του ο ασκητής: Κράξε τον να έλθη. Και άμα ήλθε, δεν ηδύνατο να ιδή τον ασκητήν ο μάγειρος, αλλ’ εγύριζε το πρόσωπό του εις άλλο μέρος. Τότε λέγει ο ασκητής εις τον μάγειρον: Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάζω να με ειπής ποίος είσαι και τίς σε έστειλε και τι κάμνεις εδώ που κάθεσαι; Απεκρίθη ο μάγειρος και λέγει: Εγώ είμαι ψεύστης και πάντοτε το ψεύδος λαλώ · αλλά τώρα, επειδή με έδεσες με το όνομα του Χριστού, δεν ημπορώ παρά να ειπώ την αλήθειαν. Εγώ λοπόν είμαι διάβολος, και με έστειλεν ο μεγαλύτερός μου να δουλεύω τούτον τον καπετάνιον και να τον φυλάγω και να τον ευρώ καμμίαν ημέραν οπού να μη διαβάζη τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, να τον βάλω εις την κόλασιν. Και έχω τώρα 14 χρόνους οπού τον φυλάγω, και δεν εύρον καμμίαν ημέραν οπού να μη διαβάζη το «Άγγελος πρωτοστάτης». Τότε λέγει ο ασκητής: Σε προστάζω εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να γίνης άφαντος και πλέον να μη πειράξης τους χριστιανούς. Και ευθύς έγινεν άφαντος ο διάβολος ωσάν καπνός. Τότε εδίδαξεν ο ασκητής τους κλέπτας και άλλοι έγιναν καλόγηροι και άλλοι υπάνδρεύτηκαν και έκαμαν καλά έργα και εσώθησαν. Διά τούτο σας συμβουλεύω όλους, άνδρες και γυναίκες, να μάθετε το «Άγγελος πρωτοστάτης», να το λέγετε εις την προσευχή σας. Και αν θέλετε, πάρετε το «Αμαρτωλών σωτηρία», οπού έχει 70 θαύματα της Θεοτόκου, από τα οποία σας είπα ένα διά να καταλάβετε.
Ήτο μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατήρ της ήτο χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύση · εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξη παρθενίαν. Την έβαλεν εις ένα μοναστήριον γυναικείον και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχη ως παιδί της. Και αφού απέθανεν ο πατήρ της, έγινεν άλλος αφέντης εις την χώραν εκείνην, όστις εβγήκε μίαν ημέραν και υπήγεν εις το μοναστήριον οπού ήτο η Μαρία. Και ευθύς οπού την είδεν ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικόν · και γυρίζοντας εις το σπίτι του έστειλε γράμματα εις την ηγουμένην και της έλεγεν: Αμέσως να μου στείλης την Μαρίαν, διότι την είδον και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα. Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρίαν και της λέγει: Παιδί μου, τι καλόν είδες εις τον πασάν και τον εκοίταξες με αγάπην; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ! Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε · τον εκοίταξα με άλλον σκοπόν και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτην την δόξαν οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχη και εις τον άλλον κόσμον; Και αυτός μ’ εκοίταξε με διαβολικόν σκοπόν. Εγώ αν ήθελα υπανδρειάν, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανόν. Τότε γράφει η ηγουμένη εις τον πασάν: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά την Μαρίαν. Στέλλει ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Ή μου στέλης την Μαρίαν, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι. Το ήκουσεν η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους εις το κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθον οι απεσταλμένοι εις το κελλίον της Μαρίας, και τους ηρώτησε τι θέλουν. Της είπον εκείνοι: Μας έστειλεν ο πασάς να σε πάρωμεν, διότι είδε τα μάτια σου και τα ωρέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγη εις την εκκλησίαν. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει εις τον Ιησούν Χριστόν εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μού έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω εις τον καλόν δρόμον, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου εις το κακόν δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπην Σου, διά να φύγω από το βόρβορον της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα εις το μάτι της και το βγάνει εις το πιάτο. Επήγεν εμπρός και εις την Παναγίαν και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί. Τότε τα στέλλει του πασά · και αφού τα είδεν ο πασάς, εγύρισεν ευθύς σατανικός έρως εις κατάνυξιν · και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει εις το μαναστήριον, και παρακαλεί τας καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέησιν εις τον Θεόν, να ιατρευθή η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλαι μαζί με τον πασάν και πίπτουσαι κατά γης παρεκάλουν τον Κύριον και την Θεοτόκον να δώση το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή εις την Μαρίαν και της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή επροτίμησες να βγάλης τα μάτια σου διά την αγάπην του Υιού και την ιδική μου, ιδού πάλιν έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβή. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεόν και την Παναγίαν. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίον εις το μναστήρι και επήρε συγχώρησιν από τας καλογραίας και ανχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν η Μαρία με την δύναμιν της Παναγίας;
Διά τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Παναγίαν Θεοτόκον με έργα καλά.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, ανάμεσα εις τα καλά, τα οποία μας διδάσκει εις το ιερόν Ευαγγέλιον, μας λέγει και τούτον τον λόγον · ότι αλλοίμονον εις εκείνον τον άνθρωπον οπού σκανδαλίζει τον αδελφόν του και δεν ζητήση συγχώρησιν προτού να δύση ο ήλιος, διότι κολάζεται. Τώρα είναι δυνατόν και εγώ οπού ήλθα εδώ να μη εσκανδάλισα τινά από λόγου σας; Λοιπόν με άλλον τρόπον δεν δυνάμεθα παρά με τον εξής. Σας παρακαλώ να ειπήτε η ευγένιά σας τρεις φοράς: Συγχώρησόν μας και ο Θεός συγχωρήσοι σε. Τώρα, αν θέλετε να χαρή ο Χριστός, να χαρή η Παναγία μας Θεοτόκος και πάντες οι Άγιοι, να κρανθή ο διάβολος, ο εχθρός μας, τώρα οπού είσθε εδώ μαζευμένοι, να ειπήτε μεταξύ σας τρεις φοράς:Συγχωρείτε μας, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου