Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη και η είσοδος του ληστή στον παράδεισο

Ιωάννης Χρυσόστομος 
Το παρακάτω κείμενο είναι μια απόδοση στα νέα Ελληνικά τμήματος εκ του πρωτοτύπου κειμένου. Αφού διαβάσετε την απόδοση στα νέα Ελληνικά, διαβάστε μετά και το πρωτότυπο κείμενο που δίνεται στις φώτος, μιας και είναι πολύ περιγραφικό και απλό.
Ω τι ξένα και παράδοξα πράγματα αδελφοί. Ο Ληστής μαζί με τον Χριστό και ο μαθητής Ιούδας μαζί με τον διάβολο. Το φως έγινε σκοτάδι και το σκοτάδι μεταβλήθηκε σε φως, το αρνί έγινε Λύκος και ο Λύκος αρνί, ο Ληστής τρυπημένος με καρφιά στα χέρια φιλά τον Δεσπότη λέγοντας  με πίστη, Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου. 
 


…. Όταν λοιπόν είδε ο διάβολος ότι όλα έγιναν κατ’ οικονομία , τα σημεία που έγιναν πάνω στο Σταυρό, ο ήλιος να σκοτίζεται, η γη να σείεται, το καταπέτασμα του Ναού να γκρεμίζεται, πέτρες να σχίζονται, απελπισμένος έφυγε προς τον Άδη και λέει σε αυτόν «αλλοίμονο στον ταλαίπωρο, εμπαίχθηκα, βοήθησε με. Να κλείσουμε τις πόρτες για να μην έρθει και εδώ, ασφάλισε με μοχλούς και με όλη τη δύναμη να αντισταθούμε, ώστε αυτόν να μην τον δεχθούμε». Έτρεξε δε ο Άδης και έκλεισε τις πόρτες και τις ασφάλισε με μοχλούς. Και αμέσως ο Χριστός έρχεται προς στον Άδη καταδιώκοντας τον διάβολο και οι Δυνάμεις προέτρεχαν, και να οι πόρτες αποκλεισμένες και οι Δυνάμεις φώναζαν λέγοντας «Ανοίξτε πόρτες, οι άρχοντες και να σηκωθούν οι αιώνιες πύλες για να μπει ο Βασιλέας της Δόξας».



Απαντώντας ο Άδης είπε «Ποιος είναι αυτός, αναφέρετε»; Και αν είναι τόσο μεγάλος τι γυρεύει εδώ;
Και απαντούν οι Αγγελικές Δυνάμεις «Επειδή αυτός είναι Βασιλέας της Δόξας, ήρθε εδώ να δέσει τον αντάρτη διάβολο, να παραδώσει εσένα και τους δικούς του στρατιώτες από σένα να αποσπάσει και να ελέγξει».
Αποκρίθηκε τότε ο Άδης και λέει στον διάβολο «τρικέφαλε Βεελζεβούλ, πτώμα των δαιμόνων, άρρωστε, απρόσωπε, δεν σε είπα να μην πολεμήσεις με αυτόν»; «Να λοιπόν, αυτά που σε προείπα, βρίσκεται πλησίον σου και τι θα πράξεις άθλιε; Γιατί δεν άκουσες τα λόγια μου; Να, ήλθε και σε ζητά να σε δέσει και εξ’ αιτίας σου γίνομαι αιχμάλωτος», «βγες αν είσαι και απάντησε του. Εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω».
Και ο διάβολος προς αυτόν αποκρίθηκε κλαίγοντας και οδυρόμενος «συμπάθησε με τέως, μην ανοίξεις. Κάποτε με αποστρέφεται, πιο μπροστά έκανε αγώνα για μένα και έτσι εμπαίχθηκα, ποιος δεν εμπαίζεται από τα φερσίματα αυτού»; Πότε φοβούμενος τον θάνατο έλεγε «Λυπημένη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου». Άλλοτε προσευχή στον πατέρα έκανε λέγοντας «Πάτερ, αν είναι δυνατόν να φύγει το πικρό ποτήρι του θανάτου από επάνω μου». Αυτά όλα τα λόγια με ξεγέλασαν.Εκείνος αποκρινόμενος είπε «Από αυτά και εγώ ο άθλιος μπερδεύτηκα, ότι είχε λύπη φοβούμενος το θάνατο».
Αυτά συνδιαλέγοντας αυτοί, οι δε Δυνάμεις επέμεναν λέγοντας «Ανοίξτε πόρτες οι άρχοντες, και σηκωθείτε αιώνιες πύλες  για να μπει ο Βασιλέας της Δόξας». Και οι προφήτες άκουσαν τις φωνές για τον βασιλέα της Δόξας χαιρόταν και αγάλλονταν. Ο Ιωάννης έλεγε «Δεν σας είπα ότι έρχεται να μας βγάλει από εδώ μέσα»; Όλοι ευχαριστιόταν και έλεγαν στον Άδη «άνοιξε τις πόρτες για να μπει ο Βασιλέας της Δόξας».
Ο Άδης αυτό δεν το ανεχόταν και απαντώντας ο προφήτης Δαυίδ είπε «πρέπει να εκπληρωθεί η δικιά μου προφητεία. Όταν κατοικούσα στη γη προείδα τα γενόμενα ότι από μόνος του (ο Άδης) δεν θα ανοίξει  και ανέφερα ‘Ο Κύριος έσπασε τις χάλκινες πόρτες και τους σιδερένιους μοχλούς διέλυσε’».
Και αμέσως ερχόμενος ο Κύριος τις πόρτες θρυμμάτισε και τους μοχλούς έσπασε, την εξουσία του Άδη καταπάτησε και έλυσε τους βασανισμένους του θανάτου, εξαφάνισε τα κέντρα του Άδη και εκπληρώθηκε η προφητεία «Πού το κεντρί σου θάνατε; Που σου Άδη το εξουσιαστικό»; Τον προϋπάντησαν Αυτόν οι προφήτες χαίροντας και αγαλλόμενοι με ύμνους και ευχές «Να είναι ευλογημένος Αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, Δόξα στον ύψιστο».
Τότε πήρε ο Χριστός τον διάβολο, τον έδεσε με άλυτα δεσμά και τον έθεσε κάτω από άσβεστη φλόγα, σκουλήκια που δεν κοιμούνται και βρίσκεται εκεί κλεισμένος κλαίοντας και στενάζοντας.
Ο δε Χριστός παίρνοντας όλους τους προφήτες τους έβγαλε έξω από τον Άδη για να μεταβούν στον Παράδεισο. Αυτοί δε, μετά χαράς πήδηξαν έξω από τον Άδη, πρώτος δε ο Δαυίδ παίζοντας της κιθάρα έλεγε γεμάτος χαρά «Ελάτε όλοι να χαρούμε στον Κύριο, να φωνάξουμε στον Θεό των Σωτήρα μας, ότι ο Βασιλέας μας πολεμώντας νίκησε» και όλοι συμφώνησαν με το Αλληλούια. Και πάλι ο ίδιος «όλα τα έθνη χειροκροτείτε, φωνάξτε στον Θεό με χαρούμενη φωνή, ότι ο Βασιλέας μας για μας πολέμησε και νίκησε».
Και έτσι χαρούμενοι έτρεχαν στον παράδεισο και μόλις μπήκαν μέσα βρήκαν τον ληστή, και θαύμασαν και έλεγαν σε αυτόν «Ποιος σε έβαλε εδώ;  Ποιος σου άνοιξε τις πόρτες; Τι έκανες και πιο μπροστά μπήκες από εμάς; Μήπως και εδώ μπήκες για να ληστέψεις; Μήπως ήρθες για να κλέψεις τα υπάρχοντα του Παραδείσου; Δεν αρκέστηκες στις επίγειες κλεψιές, αλλά θέλεις να αρπάξεις και τα επουράνια; Πες μας, ποιος σε έβαλε εδώ μέσα; Δεν σε φθονούμε γιατί μπήκες αλλά γυρεύομε την αιτία». 




Ο ληστής αποκρινόμενος τους είπε «Για τα έργα μου δεν είμαι άξιος να μπω εδώ μέσα, αλλά ο Θεός όντας φιλάνθρωπος και ελεήμων με έβαλε εδώ. Κανένα καλό δεν έχω επάνω μου, γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι με καταδίκασαν στο σταυρό μαζί με τον Αθάνατο Βασιλέα και θέλοντας να με καταστρέψουν, την ζωή μου έθεσαν πάνω στον Σταυρό μαζί με τον Χριστό». «Και όταν είδα τα σημεία που έγιναν πάνω στον Σταυρό κατάλαβα ότι ο Υιός ήταν του Θεού και μεγάλη φωνή φώναξα λέγοντας. Να με θυμηθείς Κύριε και εμένα στην Βασιλεία Σου. Και αμέσως δέχθηκε την παράκληση μου και μου είπε ‘εσύ λέω αλήθεια, σήμερα μαζί μου θα είσαι στον Παράδεισο, και μου έδωσε το σημείο του Σταυρού λέγοντας, πάρε αυτό και πήγαινε στον Παράδεισο και αν σε εμποδίσει η Φλόγινη Ρομφαία να μπεις δείξε εσύ το Βασιλικό σημάδι και θα σου ανοίξει τις πόρτες’» Και πήγα και αμέσως αυτός που φύλαγε με τη φλόγινη ρομφαία τον Παράδεισο, έκλεισε τις πόρτες, εγώ δε είπα ότι ο Βασιλεύς ο τώρα σταυρωθείς, αυτός με έστειλε και έδειξα το σημείο και αμέσως μου άνοιξε. Και μπαίνοντας δεν βρήκα κανέναν και παραξενεύτηκα και έλεγα από μέσα μου  που είναι ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, Ιακώβ και το πλήθος των προφητών; Και ενώ αυτά σκεφτόμουν και θαύμαζα, φάνηκαν από τα δεξιά μέρη της Ανατολής δύο άντρες αρχαίοι, θαυμαστοί στο είδος και όμορφοι και με ρωτούσαν λέγοντας «Ποιος είσαι εσύ; Ο Αβραάμ δεν είσαι, το σχήμα εκείνου Ιερέως ήταν, ο Μωϋσής δεν είσαι εκείνος ήταν χαμηλόφωνος και τραυλός, η δική σου φωνή είναι δυνατή, σαν ληστής φαίνεσαι»
Και ομολόγησα ότι ήμουν ληστής και ότι ο Δεσπότης του Παραδείσου με εισήγαγε εδώ, επειδή ήμουν κοντά Του στον θάνατο, τον οποίο για μας υπέμεινε. Και τους είπα «εσείς ποιοι είστε; σας παρακαλώ;» Ένας από αυτούς αποκρίθηκε και μου είπε «Εγώ είμαι ο Ηλίας ο Θεσβίτης και με πύρινο άρμα ανέβηκα εδώ, και δεν γνώρισα θάνατο σωματικό. Και αυτός είναι ο Ενώχ που μετατέθηκε εδώ με λόγο Θεού».
Οι προφήτες όταν άκουσαν αυτά δόξασαν τον Θεό για τη δωρεά αυτή που δόθηκε στους αμαρτωλούς. Ο δε Χριστός λαφυραγωγήσας τον θάνατο και αφού πάτησε τον Άδη και έδεσε τον διάβολο ελευθέρωσε τον άνθρωπο, όλους στους ουρανούς μετέφερε όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτού η Δόξα και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.  

Πηγή: Ελληνική Πατρολογία J.-P.Migne, John Chrysostom 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου